κουστούμιν

κουστούμιν
κουστούμιν, τὸ (Μ)
συνήθεια, έθιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. γαλλ. custume/coustume].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κουστουμιασμένος — κουστουμιασμένος, η, ον (Μ) συνηθισμένος σε κάτι, μαθημένος, αυτός που ακολουθεί τη συνήθεια, το έθιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κουστουμιάζομαι < κουστούμιν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”